πριμιτιβισμός — Με τον όρο αυτό ορίζεται συνήθως η τάση της μελέτης, μίμησης, ανακάλυψης ή επανεκτίμησης της τέχνης των πρωτόγονων. Ο όρος πρωτόγονος έχει ωστόσο πολλές σημασίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: πρωτόγονοι ή αλλιώς πριμιτίφ, όπως … Dictionary of Greek
πριμιτιβιστής — ο, Ν βλ. πριμιτίφ … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ναζωραίοι — Ονομασία μιας ομάδας Γερμανών καλλιτεχνών που εργάστηκαν στη Ρώμη από το 1810 με την πρόθεση να αντιδράσουν στον νεοκλασικισμό και να συντελέσουν στην αναβίωση της αγνής χριστιανικής τέχνης. Οι Ν. ίδρυσαν ένα είδος αδελφότητας, όπου επικρατούσε η … Dictionary of Greek
Ντερέν, Αντρέ — (AndreDerain, Σατού, Σεν ε Ουάζ 1880 – Παρίσι 1954). Γάλλος ζωγράφος και γλύπτης, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της επιστροφής στον ρυθμό που παρουσιάστηκε στη μοντέρνα τέχνη μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και που άφησε τα ίχνη της στο έργο … Dictionary of Greek
Φλωρεντία — (Firenze). Πόλη (351.600 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στον Άρvo, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.192.193 κάτ., 3.880 τ. χλμ.) και της Τοσκάνης. Η Φ., ρωμαϊκό οχυρό που χτίστηκε στους πρόποδες του ετρουσκικού Φιέζολε, αναπτύχθηκε τον 11o αι.,… … Dictionary of Greek