πριμιτίφ

πριμιτίφ
και πριμιτιβιστής, ο, Ν
άκλ. χαρακτηρισμός αποδιδόμενος σε Ιταλούς ζωγράφους τού 14ου και 15ου αιώνα και, κατ' επέκταση, σε άλλους Ευρωπαίους προαναγεννησιακούς ζωγράφους τού τέλους τού Μεσαίωνα καθώς και σε σημερινούς αυτοδίδακτους καλλιτέχνες, που η τεχνική τους είναι, σύμφωνα με τα ακαδημαϊκά κριτήρια, απλοϊκή και αδέξια, με κυρίαρχο στοιχείο την αφέλεια που χαρακτηρίζει την τέχνη τών παιδιών ή τών πρωτογόνων, αλλ. ναΐφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. primitif, αγγλ. primitivist (< λατ. primitivus), βλ. και πριμιτιβισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πριμιτιβισμός — Με τον όρο αυτό ορίζεται συνήθως η τάση της μελέτης, μίμησης, ανακάλυψης ή επανεκτίμησης της τέχνης των πρωτόγονων. Ο όρος πρωτόγονος έχει ωστόσο πολλές σημασίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: πρωτόγονοι ή αλλιώς πριμιτίφ, όπως …   Dictionary of Greek

  • πριμιτιβιστής — ο, Ν βλ. πριμιτίφ …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ναζωραίοι — Ονομασία μιας ομάδας Γερμανών καλλιτεχνών που εργάστηκαν στη Ρώμη από το 1810 με την πρόθεση να αντιδράσουν στον νεοκλασικισμό και να συντελέσουν στην αναβίωση της αγνής χριστιανικής τέχνης. Οι Ν. ίδρυσαν ένα είδος αδελφότητας, όπου επικρατούσε η …   Dictionary of Greek

  • Ντερέν, Αντρέ — (AndreDerain, Σατού, Σεν ε Ουάζ 1880 – Παρίσι 1954). Γάλλος ζωγράφος και γλύπτης, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της επιστροφής στον ρυθμό που παρουσιάστηκε στη μοντέρνα τέχνη μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και που άφησε τα ίχνη της στο έργο …   Dictionary of Greek

  • Φλωρεντία — (Firenze). Πόλη (351.600 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στον Άρvo, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.192.193 κάτ., 3.880 τ. χλμ.) και της Τοσκάνης. Η Φ., ρωμαϊκό οχυρό που χτίστηκε στους πρόποδες του ετρουσκικού Φιέζολε, αναπτύχθηκε τον 11o αι.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”